- υπηρέτις
- ἡ, Αβλ. υπηρέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπηρέτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετίδων — ὑπήρετις fem gen pl ὑπηρέτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδα — ὑπήρετις fem acc sg ὑπηρέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδας — ὑπήρετις fem acc pl ὑπηρέτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδες — ὑπήρετις fem nom/voc pl ὑπηρέτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδι — ὑπήρετις fem dat sg ὑπηρέτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιδος — ὑπήρετις fem gen sg ὑπηρέτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτισι — ὑπήρετις fem dat pl ὑπηρέτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτιν — ὑπηρέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek